-
1 ὀριγνάομαι
A- ήσομαι D.C.41.53
: [tense] aor.ὠριγνήθην Antipho Soph. 21
, Isoc.Ep.6.9 :—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc. 190.2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at,ὅτε.. θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba. 1255
;ποίας δόξης Isoc.
l. c.;τελαμῶνος Theoc.24.44
;κερδέων Herod.7.37
; ;τοῦ πλείονος Socr.Ep.29
, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf.,κενῶσαι τελέως Gal. 11.363
;νικῆσαι Id.10.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀριγνάομαι
См. также в других словарях:
οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… … Dictionary of Greek